εἰσφθείρομαι

εἰσφθείρομαι
εἰσφθείρομαι, [tense] aor. -εφθάρην [pron. full] [ᾰ],
A make entry to one's undoing,

εἰς τὴν βασιλείαν J.BJ1.26.1

, cf. Poll.9.158, Suid.s.v. εἰσέρρησεν; as an abusive term, οὐκ εἰσφθερεῖσθε θᾶττον.. ἐκποδών; Men. Pk.276 ;

θᾶττον εἰσφθάρηθι σύ Id.Sam.229

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εισφθείρομαι — εἰσφθείρομαι (AM) πάω στον χαμό …   Dictionary of Greek

  • παρεισφθείρομαι — Α τρυπώνω, χώνομαι κάπου για να κερδίσω κάτι και βλάπτω άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰσφθείρομαι «ορμώ προς τον όλεθρο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”